πρωτοποίμην — ένος, ὁ, Α 1. πρώτος ποιμένας 2. μτφ. αρχιεπίσκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ποιμήν, ένος (πρβλ. αρχι ποίμην)] … Dictionary of Greek
φιτυποίμην — ενος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, ένος] … Dictionary of Greek
φιλοποίμην — (Μεγαλόπολη περ. 252 π.Χ. – Μεσσηνία 184 π.Χ.). Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διακρίθηκε στη μάχη της Σελλασίας εναντίον του Κλεομένη Γ’ (222 π.Χ.) και το 208 π.Χ. νίκησε στη Μαντίνεια τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα. Επανεξελέγη στρατηγός … Dictionary of Greek
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ψευδοποίμην — ενος, ὁ, Μ (για κληρικούς) ψεύτικος ποιμένας, αιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ποιμήν] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
εκτένεια — η (Α ἐκτένεια και ἐκτενία) αρχ. 1. ζήλος, προθυμία, επιμονή 2. σοβαρότητα 3. αφθονία 4. έκταση, άπλωμα 5. η ιδιότητα τού εκτενούς 6. συνέχεια 7. γραμμ. η κατά τους ινδοευρ. χρόνους έκταση ενός τονιζόμενου βραχέος φωνήεντος τελικής συλλαβής… … Dictionary of Greek
μηλωτής — μηλωτής, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ποιμήν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μηλόω (πρβλ. μηλωτή (Ι)] … Dictionary of Greek
Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… … Dictionary of Greek